Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξειδίκευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξειδίκευση η [eksiδíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξειδικεύω. 1. περιορισμός κτ. γενικού σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: ~ της συζήτησης. 2. (για πρόσ.) απόκτηση γνώσεων και εμπειρίας σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος· ειδίκευση: Επαγγελματική ~. Ο ανθρωπισμός ως αντίδοτο στην υπερβολική ~ και στην τεχνολογία.

[λόγ. εξειδικεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go