Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαχρείωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαχρείωση η [eksaxríosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξαχρειώνω: Hθική / κοινωνική / πολιτική / πολιτιστική ~.

[λόγ. εξαχρειω- (δες εξαχρειώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go