Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαποστειλάριον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εξαποστειλάριον το.
  • (Εκκλ.) τροπάριο που ψάλλεται πριν από τους αίνους κατά τη διάρκεια του όρθρου:
    • (Κώδ. Πάτμου I 73).

[<αόρ. του εξαποστέλλω + κατάλ. άριον. Η λ. τον 8. αι. και στο Ευχολόγιο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go