Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξανδραποδισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξανδραποδισμός ο [eksanδrapoδizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξανδραποδίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἐξανδραποδισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες