Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαδάκτυλος, επίθ.· εξιδάκτυλος.
-
- Που έχει έξι δάχτυλα:
- (Λέοντ., Αίν. V 15).
- Τ. εξιδάχτυλος ως επών.:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 169).
[αρχ. επίθ. εξαδάκτυλος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει έξι δάχτυλα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαδάκτυλος -η -ο [eksaδáktilos] & εξαδάχτυλος -η -ο [eksaδáxtilos] Ε5 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εξαδακτυλία ιδίως στα χέρια. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. ἑξαδάκτυλος, αρχ. σημ.: `με μήκος έξι δακτύλους΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. [kt > xt] ]



