Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξήντα
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξήντα [eksínda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εξήντα (60) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. ΦΡ τρεις* κι ~. || (αντί του τακτικού εξηκοστός): Άνοιξέ μου το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το εξήντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το τριάντα κάνει ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εξήντα: Mένει στο ~ της οδού Πανεπιστημίου. γ. το ΄60 (΄60), αντί 1960: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία εξήντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. εξήντα < αρχ. ἑξήκοντα απλολ. κατά το πεντήκοντα > πενήντα]

[Λεξικό Κριαρά]
εξήντα, αριθμητ.· ’ξήντα.
  • Εξήντα:
    • (Χρον. Τόκκων 2400).

[<αριθμητ. εξήκοντα. Η λ. στο LBG, στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξηνταβελόνης ο [eksindavelónis] Ο11 : (χλευ.) φιλάργυρος, τσιγκούνης.

[εξήντα + βελόν(α) -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξηντάδα η [eksindáδa] Ο26 : (προφ.) εξήντα πράγματα, συνήθ. ίδια, που αποτελούν ένα σύνολο.

[εξήντ(α) -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
εξηνταέξι, αριθμητ.
  • Εξήντα έξι:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 156).

[<αριθμητ. εξήντα + έξι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξηντάρης ο [eksindáris] Ο11 θηλ. εξηντάρα [eksindára] Ο25α : I.για πρόσωπο που έχει ηλικία εξήντα (περίπου) ετών: Ένας καλοστεκούμενος ~. || (ως επίθ.) εξηντάχρονος: ~ άνθρωπος. II. (θηλ. και ως επίθ.) λαμπτήρας με ισχύ εξήντα βατ.

[εξήντ(α) -άρης· εξηντάρ(ης) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξηντάρι το [eksindári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από εξήντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Δίνω ένα ~ το μήνα, εξήντα χιλιάδες.

[εξήντ(α) -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξηνταριά η [eksindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εξήντα: Kαμιά ~ άτομα.

[εξήντ(α) -αριά]

[Λεξικό Κριαρά]
εξηνταριά η· εξηνταρία.
  • Έκφρ. καμία εξηνταρία = περίπου εξήντα:
    • (Σουμμ., Ρεμπελ. 177).

[<αριθμητ. εξήντα + κατάλ. αριά. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εξηντατέσσερις, αριθμητ.· εξηντατέσσαροι.
  • Εξήντα τέσσερις:
    • (Ιστ. πατρ. 9711).

[<αριθμητ. εξήντα + τέσσερις. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες