Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξάτμιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάτμιση η [eksátmisi] Ο33 : 1.το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα υγρό υπό φυσιολογική θερμοκρασία μεταβάλλεται σε αέριο: H ~ του νερού των θαλασσών / των λιμνών / των ποταμών. H ~ σε αντίθεση με το βρασμό γίνεται από την ελεύθερη επιφάνεια του υγρού. H ~ παράγει ψύχος. 2α. (μηχ.) έξοδος του ατμού από το λέβητα της ατμομηχανής ή των καυσαερίων από τον κύλινδρο του κινητήρα. || (προφ., συνήθ. πληθ.) τα καυσαέρια: Aναπνέουμε τις εξατμίσεις. β. εξάρτημα οχήματος, συνήθ. με τη μορφή σωλήνα, από το οποίο διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα τα καυσαέρια που παράγει ένας κινητήρας: Xάλασε η ~ του αυτοκινήτου. Ο θόρυβος από τις εξατμίσεις των μηχανών.

[λόγ. < ελνστ. ἐξάτμι(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες