Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξάσφαιρος -η -ο [eksásferos] Ε5 : (για πυροβόλο όπλο, ιδίως περίστροφο) που χωράει έξι σφαίρες: Tο εξάσφαιρο πιστόλι. || (ως ουσ.) το εξάσφαιρο.
[λόγ. εξα- + σφαίρ(α) -ος]



