Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξάρχων
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εξάρχων ο.
  • Επικεφαλής, αρχηγός, ηγεμόνας:
    • ον είχεν πρώτον άγουρον εξάρχοντα των άλλων (Διγ. Gr. 2761).

[μτγν. ουσ. εξάρχων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go