Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξάρθρημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξάρθρημα το [eksárθrima] Ο49 : (ιατρ.) μετατόπιση οστών που συνδέονται με άρθρωση, με συνέπεια την απώλεια της φυσιολογικής τους επαφής· εξάρθρωση, βγάλσιμο: ~ του ώμου / του αγκώνα. Aποκατάσταση / θεραπεία του εξαρθρήματος.

[λόγ. < αρχ. ἐξάρθρημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go