Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντρύφηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντρύφηση η [endrífisi] Ο33 : η απασχόληση με ό,τι προσφέρει μια ιδιαίτερη πνευματική ευχαρίστηση, απόλαυση: H εντρύφησή του σε θέματα αισθητικής.

[λόγ. εντρυφη- (εντρυφώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go