Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντρόπιο το [endrópio] Ο40 : (ιατρ.) παθολογική στροφή της άκρης των βλεφάρων προς τα μέσα.
[λόγ. < γαλλ. entropion < en- = εν- -tropion < αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ion = -ιον]



