Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εντροπή η [endropí] Ο29 : (λόγ.) ντροπή.
[λόγ. < αρχ. ἐντροπή `σεβασμός, σεμνότητα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εντροπή η· ανδροπή· αντροπή· ντροπή.
-
- 1)
- α) Καταισχύνη:
- μισσεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη (Ερωτόκρ. Β´ 2167)·
- β) ντροπή:
- Γυμνώσου, μην τον ντρέπεσαι (ενν. τον ιατρόν) να δείξεις το κορμί σου· ότι εντροπή δεν έναι αυτό (Πένθ. θαν. 450).
- α) Καταισχύνη:
- 2) Συστολή (από σεβασμό σε κάπ.):
- γεννά γαρ σέβας εντροπή (Σπαν. A 316).
- 3) Τα γεννητικά όργανα:
- Κύριε μου, εγυμνώθηκα, φαίνεται η εντροπή μου (Χούμνου, Κοσμογ. 85).
- 4) Προσβολή:
- το δεύτερον έναι ότι να ποίσεις τινός άσκημον, και αυτό λέγεται εντροπή (Άνθ. χαρ. 29910).
[αρχ. ουσ. εντροπή. Βλ. και απεντροπής. Ο τ. αντρ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και ο τ. ντρ‑ και σήμ.]
- 1)



