Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντολοδότης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντολοδότης ο [endoloδótis] Ο10 θηλ. εντολοδότρια [endoloδótria] Ο27 : αυτός που δίνει ή έχει δώσει συγκεκριμένη εντολή. ANT εντολοδόχος. || (ως επίθ.).

[λόγ. εντολ(ή) -ο- + -δότης· λόγ. εντολοδό(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go