Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντερικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντερικός -ή -ό [enderikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα: ~ σωλήνας. Εντερικές λοιμώξεις. Εντερικά υγρά. 2. (προφ., ως ουσ.) τα εντερικά, γενικά κάθε πάθηση των εντέρων.

[1: λόγ. < αρχ. ἐντερικός· 2: έντερ(ο) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go