Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εντελής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εντελής -ής -ές [endelís] Ε10 : (λόγ.) για ενέργεια που έχει φτάσει ως το τελικό της αποτέλεσμα: ~ καταστροφή, παντελής, ολοκληρωτική. ~ θεραπεία, πλήρης, τέλεια. εντελώς* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐντελής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go