Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εντέχνως, επίρρ.
-
- 1)
- α) Με τέχνη:
- (Βέλθ. 382)·
- β) με τέχνη, επιδέξια:
- απλώσας την χείρα σου απόλυσον αυτόν εντέχνως (Ιερακοσ. 51032).
- α) Με τέχνη:
- 2) Προσχεδιασμένα, σκόπιμα:
- εποίησε δε τούτο εντέχνως, ίν’ ακούσωσιν οι απανταχού Γραικοί (Ιστ. πολιτ. 2710).
- 3) Με επάρκεια:
- Εάν έμαθον την ραπτικήν εντέχνως επιστήμην (Προδρ. III 158).
[αρχ. επίρρ. εντέχνως]
- 1)



