Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενσύρματος -η -ο [ensírmatos] Ε5 : για συστήματα επικοινωνίας, όπου η σύνδεση πομπού και δέκτη γίνεται με αγωγό (σύρμα, καλώδιο)· καλωδιακός. ANT ασύρματος: Ενσύρματη επικοινωνία / τηλεφωνία. Ενσύρματο τηλεφωνικό δίκτυο.
[λόγ. εν- συρματ- (σύρμα) -ος]



