Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενσύρματος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενσύρματος -η -ο [ensírmatos] Ε5 : για συστήματα επικοινωνίας, όπου η σύνδεση πομπού και δέκτη γίνεται με αγωγό (σύρμα, καλώδιο)· καλωδιακός. ANT ασύρματος: Ενσύρματη επικοινωνία / τηλεφωνία. Ενσύρματο τηλεφωνικό δίκτυο.

[λόγ. εν- συρματ- (σύρμα) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go