Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενστερνισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενστερνισμός ο [ensternizmós] Ο17 : η ένθερμη αποδοχή ιδέας, άποψης κτλ. από κπ.

[λόγ. ενστερνισ- (ενστερνίζομαι) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go