Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενούρηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενούρηση η [enúrisi] Ο33 : (ιατρ.) ακούσια ούρηση: Hμερήσια / νυχτερινή ~.

[λόγ. < αρχ. ἐνουρη- (ἐνουρῶ) `κατουρώ΄ -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες