Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενοχοποίηση η [enoxopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενοχοποιώ· το να αποδίδεται ενοχή σε κπ.: Στόχος του είναι η ~ των αντιπάλων του.
[λόγ. ενοχοποιη- (ενοχοποιώ) -σις > -ση]



