Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενεχυριασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεχυριασμός ο [enexiriazmós] Ο17 : ενεχυρίαση.

[λόγ. < μσν. ενεχυριασμός `λήψη ενέχυρου΄ < ενεχυριασ- (ενεχυριάζω) -μός κατά την αλλ. της σημ. του ενεχυριάζω (ελνστ. ἐνεχυρασμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go