Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενεργητικό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεργητικό το [enerjitikó] Ο38 : 1.(λογιστ.) η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων και πραγμάτων) και των απαιτήσεων έναντι τρίτων που έχει ένας οικονομικός οργανισμός, μια επιχείρηση κτλ. ANT παθητικό. 2. (μτφ.) το σύνολο των πράξεων κάποιου που ενισχύουν την ηθική του αξία, την υπόληψή του, την εκτίμησή του: Έχει πολλά στο ~ του. (έκφρ.) γράφω / εγγράφω κτ. στο ~ μου, μου καταλογίζεται κτ. θετικό: H υπογραφή της συμφωνίας εγγράφεται στο ~ του διοικητικού συμβουλίου.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ενεργητικός σημδ. γαλλ. actif]

[Λεξικό Κριαρά]
ενεργητικός, επίθ.
  • Που δηλώνει ενέργεια ή ιδιότητα:
    • ενεργητικάς έχουσι τας οικείας προσηγορίας (Μάρκ., Βουλκ. 34326‑7).

[αρχ. επίθ. ενεργητικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεργητικός -ή -ό [enerjitikós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) α. που έχει την τάση, τη δύναμη και τη διάθεση να ενεργεί, να δρα για να πετύχει κάποιο αποτέλεσμα· (πρβ. δραστήριος): ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. β. (ειδ.) για ομοφυλόφιλο που παίζει το ρόλο του άντρα. ANT παθητικός. 2. που γίνεται για την επίτευξη σκοπού, αποτελέσματος κτλ.· (πρβ. ενεργός, δραστήριος). ANT παθητικός: Ενεργητική συμμετοχή. ~ ρόλος. 3. (γραμμ.) που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί: Ενεργητικά ρήματα. Ενεργητική διάθεση / φωνή. Ενεργητική σημασία. Ενεργητικοί τύποι ρήματος. 4. (λογιστ.) που παρουσιάζει κέρδος. ANT παθητικός: Ενεργητικό εμπορικό ισοζύγιο. || (ως ουσ.) το ενεργητικό*. 5. (για φάρμακα, τροφές κτλ.) που διευκολύνει την αφόδευση.

[λόγ. < αρχ. ἐνεργητικός (4: σημδ. γαλλ. actif)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενεργητικότητα η [enerjitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ενεργητικού, η εσωτερική δύναμη ή διάθεση για δράση, κίνηση: Aποτελεσματική ~. Έδειξε πρωτοφανή ~.

[λόγ. ενεργητικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες