Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδοφθάλμιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοφθάλμιος -α -ο [enδofθálmios] Ε6 : (ιατρ.) που βρίσκεται στο εσωτερικό του οφθαλμού: Ενδοφθάλμια πίεση.

[λόγ. ενδ(ο)- + οφθαλμ(ός) -ιος μτφρδ. γαλλ. intraoculaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go