Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδοτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδοτικός -ή -ό [enδotikós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) που έχει τη διάθεση ή την τάση να ενδίδει, να υποχωρεί· υποχωρητικός: Mη δείχνεις τόσο ~, υποχωρητικός. Ενδοτική πρόταση / πολιτική / τακτική. Ενδοτική συμπεριφορά. 2. (γραμμ.): Ενδοτική πρόταση, δευτερεύουσα πρόταση που δηλώνει παραχώρηση· παραχωρητική.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἐνδοτικός· 2: σημδ. γερμ.(;) konzessiv]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go