Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδημοεπιδημία η [enδimoepiδimía] Ο25 : (ιατρ.) η επέκταση ενδημικής νόσου σε μεγαλύτερο πληθυσμό και η εξέλιξή της σε επιδημία.
[λόγ. ενδημ(ικός) -ο- + επιδημία]



