Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ενδημοεπιδημία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενδημοεπιδημία η [enδimoepiδimía] Ο25 : (ιατρ.) η επέκταση ενδημικής νόσου σε μεγαλύτερο πληθυσμό και η εξέλιξή της σε επιδημία.

[λόγ. ενδημ(ικός) -ο- + επιδημία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go