Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενδείκνυμαι [enδíknime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. ενδεδειγμένος* : για ό,τι υποδεικνύεται ή επιβάλλεται να γίνει, να χρησιμοποιηθεί κτλ. ως κατάλληλο ή καταλληλότερο για την επιτυχία ενός αποτελέσματος ή στόχου. ANT αντενδείκνυμαι: Για την αντιμετώπιση του προβλήματος ενδείκνυται η λήψη αυστηρών μέτρων, πρέπει, επιβάλλεται να ληφθούν. Όλες οι μέθοδοι δεν ενδείκνυνται το ίδιο για όλες τις περιπτώσεις, δεν είναι το ίδιο κατάλληλες. Ποιες αλλαγές ενδείκνυνται;, πρέπει να γίνουν. || (συνήθ. ιατρ.): Tο φάρμακο ενδείκνυται κατά της γρίπης, είναι κατάλληλο για την αντιμετώπισή της. Σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις ενδείκνυται χειρουργική επέμβαση. || (απρόσ.): Ενδείκνυται να καταφύγει σε ειδικό για να λύσει το πρόβλημά του.
[λόγ. < αρχ. ἐνδείκνυμαι `δείχνω, εκθέτω΄ σημδ. γαλλ. indiquer]