Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εναντίως
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εναντίως, επίρρ.· ’ναντίως.
  • Σε βάρος κάπ.:
    • ουδένα τόπον του κρατώ ’ναντίως της τιμής του (Κορων., Μπούας 54).

[αρχ. επίρρ. εναντίως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναντίωση η [enandíosi] Ο33 : το να παίρνει ή να εκδηλώνει κάποιος θέση ή στάση αντίθετη προς κτ. ή κπ. άλλον.

[λόγ. < αρχ. ἐναντίω(σις) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
εναντίωσις η.
  • Αντίρρηση:
    • Ενταύθα βούλομαι καταπαύσαι τον λόγον, … επειδή τινός εναντίωσιν ουκ ήκουσα (Χειλά, Χρον. 358).

[αρχ. ουσ. εναντίωσις. Η λ. και σήμ. (η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go