Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενανθρώπηση η [enanθrópisi] Ο33 : (θεολ.) η ενσάρκωση του Yιού και Λόγου του Θεού και η παραμονή του μεταξύ των ανθρώπων: Στο μυστήριο της θείας ενανθρώπησης θεμελιώνεται όλη η διδασκαλία και η πίστη της χριστιανικής θρησκείας.
[λόγ. < ελνστ. ἐνανθρώπη(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- ενανθρώπησις η.
-
- (Θεολ.) ενσάρκωση του Χριστού:
- (Σφρ., Χρον. 18424).
[μτγν. ουσ. ενανθρώπησις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- (Θεολ.) ενσάρκωση του Χριστού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ενανθρωπίζομαι [enanθropízome] Ρ2.1β : (θεολ.) αποκτώ σωματική, ανθρώπινη υπόσταση· ενσαρκώνομαι.
[λόγ. < ελνστ. ενεργ. ἐνανθρωπίζω]