Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εναέριος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εναέριος, επίθ.
  • Ουράνιος:
    • εκέκραγε … εναερίους δαίμονας (Βίος Αλ. 64).

[μτγν. επίθ. εναέριος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εναέριος -α -ο [enaérios] Ε6 : α.που βρίσκεται, που αιωρείται στον αέρα: Εναέριο καλώδιο. Εναέρια σύρματα. ~ σιδηρόδρομος, που κινείται σε αιωρούμενο σύρμα. || (βοτ.) εναέριες ρίζες, που αναπτύσσονται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. β. που γίνεται, που έχει σχέση με τα αεροπλάνα ή με τις αεροπορικές συγκοινωνίες: Εναέρια συγκοινωνία. Περιοχή εναέριας κυκλοφορίας, τομέας του εναέριου χώρου όπου ασκείται έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας. Ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐναέριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες