Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμφύτευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμφύτευση η [emfítefsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του εμφυτεύω. α. τοποθέτηση μαλλιών με ειδική μέθοδο στο τμήμα της κεφαλής που έχει χάσει το φυσικό του τρίχωμα. β. (στην οδοντιατρική) τοποθέτηση τεχνητού δοντιού στη θέση άλλου που έχει υποστεί εξαγωγή. γ. (ιατρ.) τοποθέτηση γονιμοποιημένου ωαρίου στο τοίχωμα της μήτρας.

[λόγ. < ελνστ. ἐμφύτευ(σις) `φύτεμα σε μια περιοχή΄ -ση & κατά τις σημ. της λ. εμφυτεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go