Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπύρετος, επίθ.
-
- Γεμάτος καημό (πβ. μυριοεμπύρετος· κατά Eideneier «φλεγόμενος από ζήλο»):
- περιπάτει εμπύρετος και δούλευε τους πάντας (Προδρ. ΙV 102).
[<πρόθ. εν + ουσ. πυρετός. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. ιατρ.]
- Γεμάτος καημό (πβ. μυριοεμπύρετος· κατά Eideneier «φλεγόμενος από ζήλο»):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπύρετος -η -ο [embíretos] Ε5 : α.(ιατρ.) που συνοδεύεται από πυρετό: Εμπύρετο νόσημα. β. για πρόσωπο, που έχει πυρετό. ANT απύρετος.
[λόγ. < μσν. εμπύρετος < εμ- (δες εν-) πυρετ(ός) -ος]



