Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπόλεμος -η -ο [embólemos] Ε5 : που βρίσκεται, που έχει εμπλακεί σε πόλεμο: Εμπόλεμα κράτη. Εμπόλεμες δυνάμεις. Εμπόλεμη ζώνη. || Εμπόλεμη κατάσταση, η κατάσταση μεταξύ των εμπόλεμων κρατών. || (ως ουσ.) οι εμπόλεμοι, για κράτη κτλ. που έχουν εμπλακεί σε πόλεμο: Συμφωνία των εμπολέμων για προσωρινή κατάπαυση του πυρός.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. ἐμπόλεμος `που σχετίζεται με πόλεμο΄ < εμ- (δες εν-) πόλεμ(ος) -ος]



