Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπόδιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εμπόδιον το· ’μπόδιο.
  • 1) Εμπόδιο, πρόσκομμα:
    • Αλίμονον, ο άτυχος και πάντα ’μπόδια βρίσκω (Φαλιέρ., Ιστ. 621).
  • 2) Κατάδεσμος:
    • σμίγονται τα ανδρόγυνα όταν ψάλλουν την αγίαν Ανάστασην, διά να χαλάσουν τα εμπόδια αυτών (Νομοκ. 38718).

[μτγν. ουσ. εμπόδιον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go