Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπροστά [embrostá] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) μπροστά.
[μσν. εμπροστά < εμπρός μεταπλ. κατά το χωριστά]
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπροστά, επίρρ.· εμπροσθά· έμπροστας· εμπροστάς· ενέμπροστας· μπροστά· ομβροστά· ομπροσθά· ομπροστά· ομπροστάς· οπροστάς· συγκρ. μπροστύτερα.
-
- Α´ Επίρρ.
- 1) (Τοπ.) εμπρός:
- ομπροστά επήγαινεν (Διγ. O 2022).
- 2) Χρον.
- α) πριν, προηγουμένως:
- ομπροστά τούτο δηγήσου μου το (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1193])·
- β) εκφρ. αποδώ και ομπροσθά, από (τα) τώρα κι ομπροστά = του λοιπού, από τώρα και στο εξής:
- (Μπερτολδίνος 119), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [508]).
- α) πριν, προηγουμένως:
- 1) (Τοπ.) εμπρός:
- Β´ (Σε θέση πρόθ. με την πρόθ. εις) μπροστά σε κάπ. ή κ., ενώπιον:
- εμπροστά στο Θεό νυν επαραδοθήκαν (Ιστ. Βλαχ. 1836)·
- φρ. φέρω κ. ομπροστά στα μάτια κάπ. = παρουσιάζω κ. σε κάπ.:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [28])·
- (με γεν. προσωπ. αντων.) μπροστά σε κάπ.:
- (Μπερτολδίνος 152).
[<επίρρ. εμπρός. Ο τ. ομπροστά στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. μπροστά στο Du Cange και σήμ.]
- Α´ Επίρρ.
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπροστάλι(ο)ν το.
-
- Κάλυμμα (από ύφασμα) εικόνων, τιμίου ξύλου και άλλων εκκλησιαστικών ειδών:
- Βλαττία, ήτοι εμπροστάλια των αγίων εικόνων (Κώδ. Πάτμου I 2132).
[<επίρρ. εμπροστά + κατάλ. ‑άλι(ο)ν. Τ. σήμ. ποντ. Η λ. στο LBG]
- Κάλυμμα (από ύφασμα) εικόνων, τιμίου ξύλου και άλλων εκκλησιαστικών ειδών:
[Λεξικό Κριαρά]
- εμπροστάρης ο· μπροστάρης.
-
- Οδηγός κοπαδιού:
- τον τράγο μου … εκείνο το μπροστάρη (Πανώρ. Γ´ 391).
[<επίρρ. εμπροστά + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. και σήμ.]
- Οδηγός κοπαδιού:
[Λεξικό Κριαρά]
- έμπροστας, εμπροστάς, επίρρ.,
- βλ. εμπροστά.