Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπρησμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπρησμός ο [embrizmós] Ο17 : πρόκληση πυρκαγιάς και καταστροφή πράγματος, κυρίως από δόλια προαίρεση· πυρπόληση: Δράστης εμπρησμού, εμπρηστής. Aπόπειρα εμπρησμού. ~ δάσους / οικοδομήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἐμπρησμός]

[Λεξικό Κριαρά]
εμπρησμός ο· εμπρασμός.
  • Πυρκαγιά:
    • (Έκθ. χρον. 6415).

[μτγν. ουσ. εμπρησμός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go