Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμπορευόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμπορευόμενος -η -ο [emborevómenos] Ε5 : που ασχολείται με το εμπόριο, που κάνει εμπόριο. || (ως ουσ.) ο εμπορευόμενος, έμπορος.

[λόγ. μεε. του εμπορεύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go