Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμποδιστής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμποδιστής ο [emboδistís] Ο7 θηλ. εμποδίστρια [emboδístria] Ο27 : (αθλ.) αθλητής δρόμου μετ΄ εμποδίων.

[λόγ. εμπόδ(ιο) -ιστής (διαφ. το αρχ. ἐμποδιστής `που εμποδίζει΄)· λόγ. εμποδισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Κριαρά]
εμποδιστής ο.
  • Αυτός που εμποδίζει κ.:
    • συ της τύχης σου, υιέ, εμποδιστής εγένου (Διγ. Z 1004).

[μτγν. ουσ. εμποδιστής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go