Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμπατή η [embatí] Ο29 : (λαϊκότρ.) 1. είσοδος, συνήθ. ως τοπικό σημείο· έμπαση· (πρβ. έμπα, μπασιά): H ~ του σπιτιού / του παλατιού / του λιμανιού. 2α. καταπακτή στο δάπεδο οικήματος, η οποία οδηγεί σε υπόγειο χώρο. β. το υπόγειο που έχει για είσοδο τέτοια καταπακτή.
[μσν. ἐμβατή (προφ. [mb] ) ουσιαστικοπ. θηλ. του ελνστ. επιθ. ἐμβατός (προφ. [mb] ) (πρβ. ελνστ. ἐμβατή `μπανιέρα΄)]



