Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εμουλσιόν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εμουλσιόν η [emulsxón] Ο (άκλ.) : (φωτογρ.) το μείγμα των υλικών της φωτοευαίσθητης επιφάνειας φωτογραφικού φιλμ, χαρτιού κτλ., και αυτή η επιφάνεια.

[λόγ. < γαλλ. émulsion (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go