Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμουλσιόν η [emulsxón] Ο (άκλ.) : (φωτογρ.) το μείγμα των υλικών της φωτοευαίσθητης επιφάνειας φωτογραφικού φιλμ, χαρτιού κτλ., και αυτή η επιφάνεια.
[λόγ. < γαλλ. émulsion (ορθογρ. δαν.)]



