Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμμηνορρυσιακός -ή -ό [eminorisiakós] Ε1 : (ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στην εμμηνόρροια ή εμμηνορρυσία· εμμηνορροϊκός: Εμμηνορρυσιακή λειτουργία. ~ κύκλος.
[λόγ. εμμηνορρυσί(α) -ακός]



