Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εμβρυουλκός ο [emvriulkós] Ο17 : (ιατρ.) ειδικό εργαλείο τύπου λαβίδας, για το τράβηγμα του εμβρύου (σε δύσκολους τοκετούς).
[λόγ. < ελνστ. ἐμβρυουλκός]