Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελλιπής -ής -ές [elipís] Ε10 : που δεν είναι πλήρης, ολοκληρωμένος· που έχει ελλείψεις· λειψός: ~ μόρφωση. ~ κατάλογος.
ελλιπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐλλιπής, ἐλλιπῶς]



