Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελληνοχριστιανικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνοχριστιανικός -ή -ό [elinoxristxanikós & elinoxrist(ia)nikós] Ε1 : που προέρχεται από τη σύζευξη στοιχείων της (αρχαίας) ελληνικής και της χριστιανικής παράδοσης: ~ πολιτισμός. Ελληνοχριστιανική παιδεία / παράδοση. Ελληνοχριστιανικό πνεύμα.

[λόγ. ελληνο- + χριστιανικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go