Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελληνοπρέπεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνοπρέπεια η [elinoprépia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του ελληνοπρεπούς.

[λόγ. ελληνοπρεπ(ής) -εια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go