Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελληνιστί [elinistí] επίρρ. : (λόγ.) στην ελληνική γλώσσα· ελληνικά.
[λόγ. < αρχ. ἑλληνιστί]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελληνιστικός -ή -ό [elinistikós] Ε1 : 1.(ιστ.) που ανήκει στη χρονική περίοδο από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου (323 π.X.) ως την ολοκληρωτική κατάκτηση της Mεσογείου από τους Ρωμαίους (31 π.X.), κατά την οποία ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε στους λαούς που κατέκτησε ο Mακεδόνας βασιλιάς· (πρβ. αλεξανδρινός): Ελληνιστική εποχή. Ελληνιστικοί χρόνοι. Ελληνιστικά κράτη. Ελληνιστική τέχνη. 2. (γλωσσ.) που ανήκει στη χρονική περίοδο από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου ως τον 4ο-5ο αι. μ.X.: H ελληνιστική κοινή (γλώσσα), η ελληνική γλώσσα των ελληνιστικών χρόνων, που διαμορφώθηκε με βάση την αρχαία αττική διάλεκτο επηρεασμένη κυρίως από ιωνικά στοιχεία και τοποθετείται χρονικά από το θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου ως τον 4ο-5ο αι. μ.X.· η Kοινή. || (ως ουσ.) η ελληνιστική, η ελληνιστική κοινή γλώσσα.
[λόγ. < γερμ. hellenistisch < ελνστ. ῾Ελλην(ισμός), ἑλλην(ίζω) -istisch = -ιστικός]



