Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελληνάδικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνάδικο το [elináδiko] & ελληνικάδικο το [elinikáδiko] Ο41 : (προφ.) κέντρο διασκέδασης με ελληνικά χορευτικά τραγούδια: Γέμισε ο τόπος ελληνάδικα.

[ελλην(ικός), ελληνικ(ός) -άδικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go