Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελλειμματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελλειμματικός -ή -ό [elimatikós] Ε1 : (οικον.) για λογιστικό λογαριασμό που έχει, που παρουσιάζει έλλειμμα. ANT πλεονασματικός: ~ προϋπολογισμός. Ο ~ δημόσιος τομέας. Ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.

[λόγ. ελλειμματ- (έλλειμμα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go