Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελκώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελκώδης -ης -ες [elkóδis] Ε11 : (ιατρ.) όμοιος με έλκος ή γεμάτος έλκη.

[λόγ. < αρχ. ἑλκώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go