Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελκόμενος -η -ο [elkómenos] Ε5 : ο Ελκόμενος Xριστός, παράσταση η οποία απεικονίζει το Xριστό τη στιγμή που τον σύρουν για να τον σταυρώσουν.
[λόγ. < μσν.(;) μπε. του αρχ. ρ. ἕλκω]



